- δαιδάλεα
- δαιδάλεοςcunninglyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαιδαλέᾳ — δαιδαλέᾱͅ , δαιδάλεος cunningly fem dat sg (attic doric aeolic) δαιδαλέαι , δαιδάλλω work cunningly fut ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέας — δαιδαλέᾱς , δαιδάλεος cunningly fem acc pl δαιδαλέᾱς , δαιδάλεος cunningly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέαι — δαιδαλέᾱͅ , δαιδάλεος cunningly fem dat sg (attic doric aeolic) δαιδάλλω work cunningly fut ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέαν — δαιδαλέᾱν , δαιδάλεος cunningly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδάλεος — α, ο (Α δαιδάλεος, α, ον και δαιδάλεος, ον) ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ. β. «διὰ μὲν ἄρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.) αρχ. 1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος… … Dictionary of Greek
Γιοφύλλης, Φώτος — (Κέρκυρα 1887 – Αθήνα 1981). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και δημοσιογράφου Σπύρου Μουσούρη. Παράλληλα με τις γυμνασιακές του σπουδές φοίτησε στη σχολή ζωγραφικής και γλυπτικής της Κέρκυρας. Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα στη φιλοσοφική και … Dictionary of Greek